ἐφέπομαι

ἐφέπομαι
ἐφέπω
ply
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …   Dictionary of Greek

  • ίχνιον — ἴχνιον, τὸ (Α) [ίχνος] (υποκορ. τού ίχνος) 1. το πάτημα τού ποδιού, η πατημασιά 2. ίχνος, απομεινάρι, λείψανο («προτέρης ἴχνιον ἀγλαΐης», Ανθ. Παλ.) 3. φρ. α) «ἴχνιον ἑδράζομαι» στηρίζω το πόδι β) «μετ ἴχνια βαίνω» ή «κατ ἴχνια ἐφέπομαι» ακολουθώ …   Dictionary of Greek

  • επιέπομαι — ἐπιέπομαι (Α) ποιητ. τ. τού εφέπομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έπομαι «ακολουθώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσεφέπομαι — Μ [ἐφέπομαι] ακολουθώ κάποιον επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • συνεφέπομαι — και ιων. τ. παρατ. συνεπεσπόμην Α 1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι και εγώ («ἡ δὲ λαθοῡσα αὐτὸν συνεφείπετο», Ξεν.) 2. μτφ. (σχετικά με δοξασία) συμμορφώνομαι («ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐφέπομαι «ακολουθώ, παρακολουθώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”